- εθνογράφος
- οεπιστήμονας που ασχολείται με την εθνογραφία (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εθνογράφος — ο ο ειδικός στην εθνογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στον Αθαν. Χριστόπουλο] … Dictionary of Greek
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek
έθνος — Τίτλος εφημερίδων. 1. Ημερήσια αθηναϊκή καθημερινή εφημερίδα με εκδότη τον Σπυρίδωνα Νικολόπουλο (1913), ο οποίος διετέλεσε διευθυντής της έως τον θάνατό του (1938). Έπειτα από διάφορες διακοπές της έκδοσής της, που οφείλονταν στην οξύτητα των… … Dictionary of Greek
εθνογραφία — Κλάδος της εθνολογίας (βλ. λ.), ο οποίος συγκεντρώνει, περιγράφει και αναλύει τις εκφράσεις του πολιτισμού των διαφόρων εθνών. To μεγαλύτερο σε ύψος (1,5 μ.) από τα κυκλαδικά ειδώλια προέρχεται από την Αμοργό (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Αθήνα) … Dictionary of Greek
Γιακούσκιν, Πάβελ — (1822 – 1872). Ρώσος συγγραφέας, εθνογράφος και ηθοποιός. Περιόδευσε τη Ρωσία ως πλανόδιος έμπορος, συγκεντρώνοντας επί 20 χρόνια λαογραφικό υλικό. Το 1860 δημοσίευσε συλλογή ρωσικών δημοτικών τραγουδιών και το 1863 το μυθιστόρημα Ο μεγάλος θεός… … Dictionary of Greek
Κον Τίκι — Ονομασία σχεδίας, που κατασκευάστηκε σύμφωνα με τα πρότυπα των αρχαίων περουβιανών σκαφών, με κορμούς δέντρων και πανί από καλάμια. Η επιφάνειά της ήταν περίπου 100 τ.μ. Με το Κ.Τ., το 1947, ο Νορβηγός εθνογράφος Τ. Κέγιερνταλ πέρασε μαζί με… … Dictionary of Greek
Ράντλοφ, Βασίλι Βασίλιεβιτς — (1873 – 1918). Ρώσος ασιανολόγος, εθνογράφος και αρχαιολόγος. Αποφοίτησε το 1858 από το πανεπιστήμιο του Βερολίνου. Διετέλεσε διευθυντής του Ασιατικού Μουσείου της Ακαδημίας Επιστημών της Πετρούπολης (1885 90) και του Μουσείου Ανθρωπολογίας και… … Dictionary of Greek
Τέιλορ, Έντουαρντ Μπέρνετ — (Taylor, 1832 – 1917). Άγγλος εθνογράφος. Διετέλεσε επιμελητής του Εθνογραφικού Μουσείου του πανεπιστημίου της Οξφόρδης και καθηγητής στην έδρα της εθνογραφίας στο ίδιο πανεπιστήμιο. Είναι ο δημιουργός (μαζί με τον X. Σπένσερ) της εξελικτικής… … Dictionary of Greek